βακτηριολογία — η κλάδος της μικροβιολογίας που ασχολείται ειδικά με τα βακτήρια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
βακτηριολογικός — ή, ό 1. ο σχετικός με τη βακτηριολογία 2. φρ. «βακτηριολογικός πόλεμος» ο μικροβιολογικός πόλεμος … Dictionary of Greek
βακτηριολόγος — ο, η επιστήμονας ειδικός στη βακτηριολογία … Dictionary of Greek
κολίμορφος — ο (βιολ. στη βακτηριολογία) στον πληθ. οι κολίμορφοι έχουν τη μορφή και τη χρωστική συμπεριφορά τού κολοβακτηριδίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. colimorphe < coli συντετμημένη μορφή τού colibacille (< col[o] < κόλον «μέρος τού… … Dictionary of Greek
πυρονίνη — η, Ν συν. στον πληθ. οι πυρονίνες χημ. συνοπτική ονομασία μιας ομάδας χρωστικών υλών, αλάτων τού ξανθυλίου, που χρησιμοποιούνται κυρίως στη βακτηριολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pyronine < pyr (< πυρ) + κατάλ. on + κατάλ. τής… … Dictionary of Greek
υπέρηχος — Ελαστική ταλάντωση ενός ορισμένου μέσου με συχνότητα ανώτερη των 15.000 20.000 Hz, δηλαδή ανώτερη από το πεδίο ακουστότητας του ανθρώπου (ήχος)· αν η συχνότητα είναι κατώτερη των 100.000 Hz, γίνεται αντιληπτή από ορισμένα χειρόπτερα, όπως π.χ.… … Dictionary of Greek
Ντε Μπαρί, Χάινριχ Άντον — (Heinrich AntonDe Bary, Φρανκφούρτη 1831 – Στρασβούργο 1888). Γερμανός γιατρός και βοτανολόγος. Καθηγητής στα πανεπιστήμια Τίμπιγκεν, Φράιμπουργκ, Χάλε και Στρασβούργου και πρύτανης στο τελευταίο από το 1872 έως τον θάνατό του, διηύθυνε σπουδαίες … Dictionary of Greek
βακτηριολογικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με τη βακτηριολογία: Ο γιατρός είπε στον άρρωστο να κάνει βακτηριολογική εξέταση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βακτηριολόγος — ο, η ο ειδικός στη βακτηριολογία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)